βελτιωτικός

βελτιωτικός
η , ό[ν] улучшающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βελτιωτικός" в других словарях:

  • βελτιωτικός — ή, ό (AM βελτιωτικός, ή, όν) [βελτιώ] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι καλύτερο …   Dictionary of Greek

  • βελτιωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην καλυτέρευση, στη βελτίωση: Σήμερα χρησιμοποιούνται πολλά βελτιωτικά τροφίμων, που στην πραγματικότητα είναι βλαβερά για την υγεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»